φερωνυμία

φερωνυμία
φερωνῠμ-ία, [dialect] Ep. [suff] φερωνῠμ-ίη, ,
A name received from an event or action, Opp.H.1.243: accordance of a name with an event, Eust.776.49.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φερωνυμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φερωνυμίη Α [φερώνυμος] η ιδιότητα τού φερώνυμου, το να έχει κανείς όνομα που έχει ληφθεί από πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός μσν. συμφωνία ονόματος με γεγονός αρχ. (κατ επέκτ.) το όνομα που έχει ληφθεί από την ενέργεια ενός… …   Dictionary of Greek

  • φερωνυμίας — φερωνυμίᾱς , φερωνυμία name received from fem acc pl φερωνυμίᾱς , φερωνυμία name received from fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερωνυμίαν — φερωνυμίᾱν , φερωνυμία name received from fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερωνυμίην — φερωνυμία name received from fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερώνυμος — η, ο / φερώνυμος, ον, ΝΑ αυτός τού οποίου το όνομα έχει ληφθεί από ένα πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός αρχ. αυτός που έχει καλή ονομασία. επίρρ... φερωνύμως ΜΑ με φερωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ώνυμος (<… …   Dictionary of Greek

  • ԲԵՐԱՆՈՒՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 483 Chronological Sequence: 13c գ. φερωνυμία Ունելն կամ դնելն զանուն դիպօղ իրացն եղելոց. *Յոգնագոյն որակութիւնք ʼի ներքոյ բերանութեանդ պարփակեալ են. Երզն. քեր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”